Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

O μικρός κουλουράς (Μια ιστορία από την Κατοχή)

 
  Είναι Οκτώβριος του 1941, η εποχή που αρχίζει να βασιλεύει η πείνα και η στέρηση. 
  Ο μικρός Αντώνης είναι δώδεκα χρόνων. Έχει τη μητέρα του που ξενοδουλεύει κι όλο κάτι φέρνει, κι έχει τα δύο μικρότερα αδέλφια του, που όλο και περιμένουν τι θα τούς φέρει. 
  Έτσι ο Αντώνης, ας είναι μικρός, έχει μπει στα βάσανα και στις ευθύνες. Είναι ο «προστάτης του σπιτιού», όπως τον λέει με καμάρι η χήρα μητέρα του. 
   Πότε ζεύεται το καρότσι του και το σέρνει κάνοντας μεταφορές από το σιδηροδρομικό σταθμό. 
   Πότε πάει στο βουνό με τη μητέρα τους και φέρνει το καροτσάκι τους βαρυφορτωμένο με ξύλα. 
  Πότε πάλι παίρνει δανεικά κουλούρια και τα πουλάει γυρίζοντας στους δρόμους με τον ταβλά του.  
  Ο φούρναρης της συνοικίας τον έχει δοκιμάσει και τον εμπιστεύεται. Μόλις ξεπουλήσει ο Αντώνης, επιστρέφει στο φούρνο και πληρώνει την τιμή των κουλουριών. Έτσι του μένει κάτι κι αυτού, ν’ αγοράσουν λίγο καλαμπόκι για το σπίτι. Όσο για αύριο, έχει πάλι ὁ Μεγαλοδύναμος. 
   Μια ημέρα ο Αντώνης είχε ατυχία στο εμπόριο του. Μερικά παιδιά, πεινασμένα, του άρπαξαν από τον ταβλά του δυό κουλούρια, κι έτσι την ημέρα εκείνη τ’ αδέρφια του δεν είχαν το λίγο αραποσιτένιο ψωμί τους. 
  Την άλλη μέρα θα δούλευε πιο πολύ, είπε, κι έτσι θα κέρδιζε τη διαφορά.
  –Να προσέχεις, παιδάκι μου, μη σου τα ξαναπάρουν τζάμπα, του είπε η μητέρα του το πρωί πού έφευγε. 
   Ύστερα από μια ώρα ο Αντώνης έχει γεμάτο κουλούρια τον ταβλά του και στέκει σ’ έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας. Σε λίγο βλέπει να περνάει μια φάλαγγα γερμανικά αυτοκίνητα γεμάτα αιχμαλώτους. Ήταν Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί, Άγγλοι, Ινδοί.
   Ένα από τα αυτοκίνητα, ανοιχτό επάνω, σταμάτησε για λίγο εκεί κοντά. Ο κόσμος μαζεύθηκε και κοίταζε τους άτυχους αιχμαλώτους. Ζύγωσε κι ο Αντώνης και κοίταζε. Ήταν νέοι άνδρες, με ύφος αγαθό και με έκφραση βασανισμένη. Είχαν μάγουλα αδυνατισμένα, γένια μακριά από την αξυρισιά και μάτια θολωμένα από την πείνα.
  Όπως είχε πλησιάσει κοντά ο Αντώνης, παρατήρησε πως οι αιχμάλωτοι δεν ξεκολλούσαν τα μάτια τους από τα κουλούρια του.

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Ήρωες Ελλάδας



Ήρωες Ελλάδας
28η Οκτωβρίου
(γράφει η Τσουρά Στρατούλα,
μαθήτρια Γ΄ τάξης)
Οι Έλληνες Ήρωες,  του παρελθόντος περιμένουν,
τους Ήρωες του ’40 
Ο Λεωνίδας, ανδρωμένος με τους τριακόσιους
που βέλη κι μαύρο ουρανό δεν φοβήθηκε,
Μέγας Αλέξανδρος, που θάρρος και μυαλό είχε,
αυτός που έκοψε αντί να λύσει
Αθανάσιος Διάκος, ο Γραικός που αρνείται κάθετα και
ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο ξακουστός Γέρος του Μοριά

ΌΧΙ Ελληνικό, μεγάλο, ξεκάθαρο ηχεί, τον αέρα σκίζει
και τον τυφώνα εκνευρίζει.
Έλληνας Άνδρας όπλο πιάνει και κοινεί.
Για την πατρίδα να σκοτώσει, για την πατρίδα να αποθάνει.
Μάνα καρδιά κρατεί, αίμα να μην στάξει,
γυναίκα και αυτή βοηθεί τον κατακτητή να μην δει.
Άνδρες ενωμένοι, μια πνοή, μια γροθιά, μια ευχή
για μια Ελλάδα χιλιοπολιορκημένη  πολεμούν.

Οι Αθάνατοι, οι Ήρωες από τις Πύλες παρακολουθούν
-Καμάρωσε Ελλάδα κι εσύ τα παιδιά του ’40 ,
αφού εμάς τίμησες, τίμησε κι αυτούς!

-Μεταξά, που διάλεξες για την Ελλάδα θυσία
κι όχι να μας προσβάλεις με ατίμωση.
-Άνδρες που πολεμήσατε σκληρά, βάσανα πολλά που υποστήκατε,
εσείς που περήφανους μας κάνατε!
-Γυναίκες που σπαράξατε από την πίκρα των δακρύων,
κι έπειτα και εσείς δυνατές, άξιες, στους γιους, στους άντρες
κι στους συμπατριώτες δίπλα σταθήκατε!
-Εσείς που τους καθυστερήσατε, που αντιμετωπίσατε
με λύσσα, θάρρος, πατριωτισμό τις ίαινες!

Θυσία γίνατε, Έλληνες πατριδολάτρες,
ίσοι κι άξιοι, όμοιοι με τους προγόνους, τους Ήρωες, τους Αθάνατους.
Αθάνατοι Ήρωες του μακρινού παρελθόντος
από ψηλά κοιτούν κι λέγουν:
-Ναι! Αυτοί είναι Έλληνες,
έχουν σάρκα από την σάρκα μας,
αίμα από το αίμα μας. Για αυτούς εμείς αποθάναμε
κι εκείνη τώρα την ανδρεία τους μας δείχνουν,
Άξιζε να αποθάνουμε για Έλληνες Ήρωες!
Άξιζε που πεθάναμε για σε, γλυκιά πατρίδα,
και κοίτα τώρα κι απόγονοί μας, για σε σφάζονται σαν Ήρωες,
έλα, γλυκιά Ελλάδα, δώσε τους την Τιμή
σαν την έδωσες και σε εμάς!

Η Ελλάδα σαν τα παιδιά που έχει δίπλα της κοιτά
και σαν βλέπει το σώμα της να γεμίζει με αίμα των μικρών παιδιών της
την τιμή τους χαρίζει.
Ο Λεωνίδας και ο Μέγας Αλέξανδρος, Διάκος και Κολοκοτρώνης
 τραβούν τους στρατιώτες του ’40.
Διαβαίνουν του Θεού τις Πύλες, Πύλες των Αθάνατων
Ηρώων της πατρίδας!
Ματωμένα για την Πατρίδα από την παλαιά εποχή χέρια
αγγίζουν τα ματωμένα του ’40. 
Χέρια ματωμένα, χέρια χαρακωμένα από τους εχθρούς.
Ήρωες σμίγουν με Ήρωες,
Αθάνατοι στην ιστορία, βαθιά, παντοτινά χαραγμένοι.

Και μπροστά στην Ελληνική σημαία προσοχή στέκομαι
και τιμώ κι αγαπώ
στο άκουσμα του Εθνικού ύμνου, δάκρυ χύνω αντί για αίμα!
Τώρα είμαι εδώ και σας μιλώ,
για τους νέους όμως δεν θα πω, τι να πω άλλωστε;
Εγώ μιλώ για Ήρωες Αθάνατους, για τους προγόνους μας!
Σε αυτούς θα σκύψω και θα υποκλιθώ.
 Είμαι περήφανη για την ιστορία της Ελλάδας!
Είμαι περήφανη για την καταγωγή μου!
 Είμαι περήφανη που είμαι Ελληνίδα!
              
   

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017